Το όνομα μου είναι Παυλίνα. Ωραίο, μ αρέσει, μου ταιριάζει κιόλας, νομίζω.
Ο παραδοσιακός Ελληνικός οικογενειακός τσακωμός έγινε και στη δική μου οικογένεια όταν γεννήθηκα, τη γιαγιά τη Γιούλη να ευχαριστήσουμε ή τη γιαγιά Ισμήνη; Μια ωραία βραδιά, οι γονείς μου ήταν καλεσμένοι σε ένα σπίτι, άκουσαν το όνομα «Παυλίνα», κοιτάχτηκαν και the rest is history.
Αυτή η ιστορία όμως δεν γράφεται για το όνομα, αλλά για το επώνυμο. Το επώνυμο μου είναι Κωνσταντάρα. Ναι, του γνωστού. Ναι, τον γνώρισα. Όταν «έφυγε» ήμουν 11 χρονών. Είναι πολύ ωραίο να είμαι εγγονή του, φυσικά.
Αυτές είναι οι ερωτήσεις που μου κάνουν όλοι οι άνθρωποι. Με αυτή τη σειρά και με σπάνιες αποκλίσεις, οπότε είπα να σας τις απαντήσω για να διαβάσετε με ησυχία τη συνέχεια.
Όταν ήμουν μικρή, φυσικά και δεν είχα καταλάβει ότι ο παππούς μου έχει κάτι διαφορετικό από όλους τους υπόλοιπους παππούδες. Το κατάλαβα στις 28 Ιουνίου του 1985, νωρίς το πρωί. Έμενα στην άλλη μου γιαγιά εκείνες τις ημέρες και χτύπησε το τηλέφωνο την ώρα που κοιμόμασταν.
«Πέθανε ο παππούς ο Λάμπρος, αλλά ξανακοιμήσου». Και κοιμήθηκα. Μήπως και είχα αντιληφθεί ως τότε τι ακριβώς ήταν ο θάνατος; Η μήπως τον έβλεπα τόσο συχνά; Ξύπνησα με πολύ περίεργο, θλιμμένο συναίσθημα και λίγο αργότερα μου είπε η γιαγιά μου ότι έπρεπε να τηλεφωνήσω σε όλα τα παιδιά να τους πω ότι δεν θα γίνει το πάρτι μου. (= 29 Ιουνίου, Πέτρου & Παύλου). Πήρα το χαρτί με τη λίστα και ξεκίνησα. Πρώτο κάλεσα τον Αλέξη Χέλμη.
«Δεν θα γίνει αύριο το πάρτι μου γιατί πέθανε ο παππούς μου». Κενό. Ουρλιαχτό «Μαμάααααααααα, πέθανε ο παπούς της Παυλίνας. Έλα Παναγία μου, σκέφτηκα, τι νοιάζει τη μαμά του; Γιατί φωνάζει;
Κάπως έτσι συνεχίστηκαν οι αντιδράσεις των συμμαθητών μου και των γονιών τους, κάπως έτσι με έντυσαν στα άσπρα και με πήραν μαζί τους στην κηδεία. Κάπως έτσι, με τα μάτια ενός μικρού κοριτσιού, είδα τη Βουγιουκλάκη και τον Παπαμιχαήλ να με αγκαλιάζουν, άγνωστους ανθρώπους να κλαίνε σε γωνίες, να φεύγουν από τις κηδείες των δικών τους και να μας ακολουθούν. Κάπως έτσι κατάλαβα ότι όλος ο κόσμος γνώριζε το δικό μου παππού. Και τον αγαπούσε. Τον ένιωθε δικό του άνθρωπο.
Μεγαλώνοντας έζησα τη γέννηση και την άνθιση της ιδιωτικής τηλεόρασης, και ο παππούς μου έγινε το ίδιο γνωστός σε γενιές που δεν τον πρόλαβαν καν εν ζωή. Λαικός ήρωας ο Μαυρογιαλούρος, ο άντρας παλιάς κοπής, ο μπαμπάς που αγαπήσαμε, ο γεροντοκόρος και τόσοι άλλοι. Παράλληλα ο μπαμπάς μου ήταν πρωταγωνιστής στα τηλεοπτικά δρώμενα από την αρχή του 1980.
Ίσως το φυσιολογικό θα ήταν να διαλαλώ «ποιουνού είμαι εγώ». Δεν έγινε όμως έτσι. Πέρασα από μια φάση μεγάλης άρνησης, δεν έλεγα καν το επωνυμο μου και νευρίαζα όταν το έλεγαν άλλοι. Με έδειχναν στο δρόμο, με το δάχτυλο, οι φίλοι φίλων, δεν προλάβαινα να μπω σε ένα χώρο και ήξεραν όλοι ποια είμαι, με κοιτούσαν περίεργα, το μόνο που είχαν να μου πουν είναι πόσο γελάνε με τις ταινίες του παπού μου και ποια είναι η αγαπημένη τους σκηνή.
Εγώ όμως ήμουν ένα 20χρονο κορίτσι που έψαχνε να βρει το δικό του δρόμο. Που ήθελε να το κάνουν παρέα, οχι επειδή ήταν η εγγονή του ηθοποιού, αλλά για τη δική της λάμψη. Που ήθελε να επιλέξει το μελλοντικό της επάγγελμα με βάση αυτά που έλεγε η καρδιά της και όχι η ταυτότητα της. Που ήταν πολύ, μα πολύ μπερδεμένη.
Τα χρόνια πέρασαν και οι εμπειρίες έγιναν αναμνήσεις. Και η ανάμνηση ενός γλυκού παππού με λαμπερά μάτια γέμισε το μυαλό μου και δεν υπήρχε χώρος για τίποτα άλλο. Ίσως μια μικρή θλίψη για το γεγονός ότι δεν τον έζησα όσο θα θελα ή σε μια μεγαλύτερη ηλικία. Θα θελα να είχαμε κουβεντιάσει περισσότερο. Να είχα μια ιστορία που μου την είχε πει ο ίδιος, να είχα μια συμβουλή του, να θυμόμουν μια συζήτηση. Να είχα κάτι δικό του. Δεν πειράζει όμως.
Ο παπούς μου τα τελευταία χρόνια ήταν άρρωστος και δεν ήθελε να τον θυμόμαστε έτσι. Αυτό με απομάκρυνε από αυτόν και όχι ότι δεν είχε χρόνο ή αγάπη.
Συνειδητοποίησα κάτι σημαντικό: Φυσικά και έχει σημασία «ποιουνού» είσαι. Η οικογένεια μας, οι άνθρωποι που μας μεγάλωσαν και μας καθοδήγησαν είναι μέρος του εαυτού μας. Και όλοι μας περνάμε περιόδους άρνησης αυτού του κομματιού μας. Δεν έχει νόημα όμως. Ό,τι μας κληρονομείται μας οδηγεί στα μονοπάτια που περπατάμε. Και είναι το αόρατο χέρι που μας δείχνει το δρόμο όταν δεν τον βρίσκουμε.
Πως θα μπορούσα λοιπόν να μην είμαι ευγνώμων για την κληρονομιά που μου άφησε: το αυθόρμητο, αληθινό χαμόγελο και η ενστικτώδης συμπάθεια όσων με γνωρίζουν και μαθαίνουν ότι ήταν ο παππούς μου. Χωρίς να προλάβω να πω ή να κάνω κάτι. Θησαυρός.
Είμαι η Παυλίνα Κωνσταντάρα, χαίρω πολύ.



Θα θέλαμε την άποψη σου για το θέμα!